2 ἀχανής, -ές
mudo, que no abre la boca
ἀ. ἔκειτο, μήτε τὸ στόμα ... ἐπᾶραι δυνάμενοςse quedó mudo sin poder abrir la boca Charito 1.4.7,
ἀχανής· ἄφθογγος, ἄφωνος, μὴ ἀναίγων στόμαHsch., Sud., cf. 1 ἀχανής.
ἀ. ἔκειτο, μήτε τὸ στόμα ... ἐπᾶραι δυνάμενοςse quedó mudo sin poder abrir la boca Charito 1.4.7,
ἀχανής· ἄφθογγος, ἄφωνος, μὴ ἀναίγων στόμαHsch., Sud., cf. 1 ἀχανής.